-
1 ταῦρος
ταῦρος, ὁ, 1) der Stier, Hom. u. Folgde; ταῦρος βοῠς, Il. 17, 389. – Uebertr., der Priester des Poseidon Taureios, VLL.; vgl. Ath. X, 425 c. – 2) der Stier als Zeichen des Thierkreises, Arat. – 3) der Raum zwischen dem Hodensack u. dem After, sonst κοχώνη; – auch das männliche Glied, s. Brunck zu Ar. Eccl. 911.
-
2 ἀπό-ταυρος
ἀπό-ταυρος, βοῦς, (vom Stier entfernt), nicht besprungen, Arist. H. A. 8, 7.
-
3 πύῤῥιχος
-
4 βόσκω
βόσκω, fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῠς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνϑα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσϑλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῠρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονϑ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίϑων πετεηνῶν ἔϑνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποϑι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνϑρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηϑείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσϑαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.
См. также в других словарях:
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
Prehistoria del griego — Saltar a navegación, búsqueda Famoso comienzo de la Ilíada de Homero en el que se canta la cólera de Aquiles, hijo de Peleo La prehistoria del griego se refiere al período transcurrido entre los inicios de la diferenciación del proto indoeuropeo … Wikipedia Español
RUFA Vacca — immolari iubetur Numer. c. 19. v. 2. Edic filiis Israelis, ut accipientes adducant ad te iunicem rufam, perfectam, in qua non sit vitium, cui iugum nondum impositum sit: cuius rei rationem aliis disquirendam relinquit Bochartus; hoc saltem… … Hofmann J. Lexicon universale
βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] … Dictionary of Greek
βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… … Dictionary of Greek
βόαγρος — βόαγρος, ο (Α) άγριος ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + αγρος < αγρός (πρβλ. ίππαγρος, σύαγρος)] … Dictionary of Greek
βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… … Dictionary of Greek
ԵԶՆ — (եզին, եզանց.) NBH 1 0647 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. βοῦς սեռ. βόος bos սեռ. bovis ταῦρος taurus Արուն արջառոյ. զուարակ. ցուլ. եզ ... փէքէր. յորմէ պախրէ. *Հանգիցէ եզն քո, եւ էշ քո. Ել. ՟Բ. 12: *Ուր ոչ գոն եզինք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՈՒԱՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0742 Chronological Sequence: Early classical, 15c գ. ԶՈՒԱՐԱԿ որ եւ ԴՈՒԱՐ, ՏՈՒԱՐ. ռմկ. տավար, սէվր, սըղըր. վր. եւս՝ զուարակի. Արջառ. եզն փոքր. որթ մեծ. եւ Ցուլ. եզ, հորթ, մոզի. տանա. որպէս յն. μόσχος (լծ. մոզի.) juvencus βοΐδων… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)